- Βενετιανός
- Βενετιανός,, ὁ,A a favourer of the blues, M.Ant. 1.5, IG14.1503.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουενετιανός — οὐενετιανός, ή, όν και οὐενέτιος, ον (Α) [ουένετος] βενετιανός, βενέτιος, δηλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βένετους (οὐενέτιος στολή», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek